- ακόστησις
- ἀκόστησις, η (Μ) [ἀκοστῶ]νομή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακοστώ — ἀκοστῶ ( άω και έω) (Α) (για άλογα) ἀκοστήσας, σασα, σαν αυτός που έφαγε πολύ κριθάρι και μπούχτισε. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκοστή το ρ. απαντά μόνο στη μετοχή αορίστου στην Ιλιάδα: «ἵππος ἀκοστήσας ἐπὶ φάτνῃ». ΠΑΡ. αρχ. ἀκόστησις] … Dictionary of Greek